μαστίκτωρ

μαστίκτωρ
μαστίκτωρ, -ορος, ὁ (Α)
αυτός που χτυπά με το μαστίγιο, αυτός που μαστιγώνει («ὑπὸ λοβὸν πάρεστι μαστίκτορος δαΐου δαμίου», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίζω + επίθημα -τωρ (πρβλ. διδάκ-τωρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαστίκτορος — μαστίκτωρ scourger masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστικτήρ — μαστικτήρ, ῆρος, ὁ (Α) μαστίκτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίζω + επίθημα τήρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”